- πατρογονία
- ηφρ. «νόμος πατρογονίας»βιολ. ο νόμος που ισχύει στην εξέλιξη τών ζώων και κατά τον οποίο κάθε άτομο κατά την εμβρυογονική του ανάπτυξη περνάει διαδοχικά τις μορφές από τις οποίες πέρασε το είδος ώς τη σημερινή μορφή του, αλλ. πατρογονικός νόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -γονία (< -γόνος < γόνος), πρβλ. αρρενο-γονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.